- σιδηροφράσσω
- Νκαλύπτω, κλείνω κάτι με σίδερα, θωρακίζω.[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο-* + φράσσω. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σιδηρο- — ΝΑ, και σιδερο Ν Ι. α συνθετικό πολλών λέξεων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην λ. σίδηρος* / σίδερο. Οι λέξεις αυτές δηλώνουν ονόματα, ενέργειες ή καταστάσεις που σχετίζονται με τον σίδηρο (πρβλ. σιδηρo βόρος,… … Dictionary of Greek
σιδηρόφραξη — η, Ν [σιδηροφράσσω] κάλυψη που γίνεται με σίδερα για προστατευτικούς λόγους, θωράκιση … Dictionary of Greek